επιδίδω

επιδίδω
επιδίδω και επιδίνω επέδωσα, επιδόθηκα, επιδομένος, ως μτβ.
1. δίνω κάτι σε κάποιον, του το παραδίνω στο χέρι: Επέδωσα την επιστολή.
2. κοινοποιώ επίσημα κάποιο έγγραφο στην αρμόδια αρχή: Ο πρεσβευτής επέδωσε τα διαπιστευτήριά του. Ως αμτβ.
3. σπν., προοδεύω, προκόβω (επίδοση).
4. (ναυτ.). απομακρύνω την πλώρη του πλοίου από την ευθεία του ανέμου, ποδίζω, πάω χυτά.
5. το μέσ., επιδίδομαι ασχολούμαι, καταγίνομαι ιδιαίτερα με κάτι: Επιδίδεται στην ποίηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιδίδω — επιδίδω, επέδωσα βλ. πίν. 186 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιδίδω — (AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω) 1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν») 2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις»,… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιδιδῶ — ἐπιδίδωμι give besides pres subj act 1st sg ἐπιδίδωμι give besides pres ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδιδῷ — ἐπιδίδωμι give besides pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • διανέμω — (AM διανέμω) [νέμω] 1. μοιράζω, διανέμω, κατανέμω 2. επιδίδω, δίνω στους παραλήπτες (έγγραφα, προσκλητήρια κ.λπ.) αρχ. 1. παρέχω κατ αναλογίαν 2. διαιρώ, χωρίζω σε τμήματα 3. ταξινομώ, τακτοποιώ …   Dictionary of Greek

  • κοινοποιώ — (AM κοινοποιῶ, έω) [κοινοποιός] κάνω κάτι δημόσια γνωστό, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινολογώ (α. «κοινοποίησε τους αρραβώνες του» β. «η απόφαση τής κυβέρνησης θα κοινοποιηθεί αύριο» γ. «κοινοποιήθηκε σήμερα ο πλειστηριασμός» δ. «κοινοποιεῖ τήν… …   Dictionary of Greek

  • μεταδίδω — (Α μεταδίδωμι, Μ μεταδίδω) 1. δίνω σε κάποιον κάτι δικό μου ή μέρος από κάτι, παρέχω («μετάδος φίλοισι σοῑσι σῆς εὐπραξίας», Ευρ.) 2. πληροφορώ κάποιον για κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ (α. «τα νέα μεταδόθηκαν… …   Dictionary of Greek

  • προσμεταπέμπομαι — Α 1. ζητώ κάτι από κάποιον με απεσταλμένους 2. στέλνω και προσκαλώ κάποιον ακόμη 3. (σχετικά με επίδικες υποθέσεις) επιδίδω υπόμνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + μεταπέμπομαι «παραγγέλλω να μού φέρουν κάτι, στέλνω και προσκαλώ κάποιον»] …   Dictionary of Greek

  • συνεισδίδωμι — Α 1. επιτρέπω, παραχωρώ κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. επιδίδω συγχρόνως στον δικαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσδίδωμι «προτείνω, πληροφορώ, ειδοποιώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”